λιμνόχαρις

λιμνόχαρις
(I)
και λιμνοχαρίς, η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λιμνοχαριτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. limnocharis < limno- < λίμνη) + -charis (< χάρις)].
————————
(II)
λιμνόχαρις, -άριτος, ὁ (Α)
η ομορφιά, η χάρη, το κόσμημα τής λίμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + χάρις, -ιτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιμνόχαρις — Grace of the marsh fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… …   Dictionary of Greek

  • λιμνοχαρής — ές (Α λιμνοχαρής, ές) αυτός που αγαπά τις λίμνες, που αρέσκεται να ζει μέσα ή κοντά σε λίμνες αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο λιμνοχαρής ή λιμνοχαρίς όνομα βατράχου στη Βατραχομυομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιμο χαρής,… …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”