- λιμνόχαρις
- (I)και λιμνοχαρίς, ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λιμνοχαριτίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. limnocharis < limno- < λίμνη) + -charis (< χάρις)].————————(II)λιμνόχαρις, -άριτος, ὁ (Α)η ομορφιά, η χάρη, το κόσμημα τής λίμνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + χάρις, -ιτος].
Dictionary of Greek. 2013.